- ἐπιχειρῇ
- ἐπιχειρέωput one's hand topres subj mp 2nd sgἐπιχειρέωput one's hand topres ind mp 2nd sgἐπιχειρέωput one's hand topres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιχειρῆι — ἐπιχειρῇ , ἐπιχειρέω put one s hand to pres subj mp 2nd sg ἐπιχειρῇ , ἐπιχειρέω put one s hand to pres ind mp 2nd sg ἐπιχειρῇ , ἐπιχειρέω put one s hand to pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάς — ἑνας, η (Α) 1. η αφηρημένη έννοια τού ενός, η μονάδα («δταν δέ τις έπιχειρή τίθεσθαι... και το καλόν ἕν καὶ το αγαθόν ἕν, περί τούτων τῶν ένάδων καὶ τῶν τοιούτων», Πλάτ.) 2. στον πληθ. ἑνάδες τάξη υπάρξεων, Πρόκλ.) … Dictionary of Greek